Εισαγωγή
Αρκετή συζήτηση γίνεται τα
τελευταία χρόνια στη χώρα μας
σχετικά με την ανάγκη αναθεώρησης
των αναλυτικών προγραμμάτων
φυσικής αγωγής. Η παρούσα εργασία,
μέσα από την μελέτη της διεθνούς
κυρίως βιβλιογραφίας, θα καταδείξει
ως καθολικά αποδεκτό βασικό
προσανατολισμό της σύγχρονης
σχολικής φυσικής αγωγής την
προώθηση της δια βίου άσκησης, και
θα προτείνει τρόπους για την
επίτευξη του στόχου αυτού.
Ιστορική αναδρομή
Η ελληνική σχολική φυσική αγωγή από
την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους
μέχρι και σήμερα βασίστηκε κυρίως
στην αντιγραφή ξένων μοντέλων (ΥΠ.Ε.Π.Θ.,
1997). Έτσι από το λεγόμενο Γερμανικό
σύστημα (ενόργανη γυμναστική,
ασκήσεις οπλασκίας, τακτικές
ασκήσεις, κ.ά.) (1934-1900), περάσαμε στο
Σουηδικό (αυστηρά καθορισμένο
ασκησιολόγιο με κύριους στόχους την
υγεία και την ορθοσωμία) (1900-1950),
παραλλαγή του οποίου υπήρξε η
Παιδαγωγική γυμναστική (μετά το 1950).
Το Σουηδικό σύστημα καταργήθηκε
επίσημα στη Β/θμια εκπαίδευση το 1977,
ενώ στην Α/θμια το 1988. Τα σημερινά
αναλυτικά προγράμματα του
δημοτικού σχολείου ισχύουν από το
1995, ενώ της Β/θμιας από το 1990.
Παρουσίαση των αναλυτικών
προγραμμάτων. Κριτική προσέγγιση
Γενικός σκοπός της σχολικής φυσικής
αγωγής στα ισχύοντα αναλυτικά
προγράμματα είναι να αναπτύξει,
μέσα από ποικίλες κινητικές και
αθλητικές δραστηριότητες, ισόρροπα
και αρμονικά τις σωματικές, ψυχικές
και πνευματικές δυνάμεις των
μαθητών ώστε να ενταχθούν αρμονικά
και ωφέλιμα στο κοινωνικό σύνολο.
Ως επιμέρους στόχοι αναφέρονται οι:
κινητικός - εκφραστικός, βιολογικός-
υγιεινός, κοινωνικός - ηθικός,
πνευματικός - γνωστικός, αισθητικός
και βιωματικός. Στο δημοτικό
σχολείο δίνεται προτεραιότητα στον
κινητικό στόχο. Στο γυμνάσιο
συνεχίζεται η έμφαση στον κινητικό
στόχο, ενώ αρχίζει και η καλλιέργεια
του βιολογικού-υγιεινού άμεσα ή
έμμεσα. Στο λύκειο η προτεραιότητα
δίνεται στον βιολογικό στόχο μέσω
του βιωματικού.
Τα περιεχόμενα του μαθήματος και οι
ώρες κάθε αντικείμενου
καθορίζονται αυστηρά για κάθε τάξη
και βαθμίδα, ενώ δεν
περιλαμβάνονται συγκεκριμένες
μέθοδοι διδασκαλίας αλλά μόνο
γενικές μεθοδολογικές οδηγίες.
Η αξιολόγηση απουσιάζει από τα
αναλυτικά προγράμματα του
δημοτικού, ενώ για το γυμνάσιο και
λύκειο προτείνεται ένα γενικό
πλαίσιο βαθμολόγησης των μαθητών (Ομάδα
Συγγραφέων, 1992).
Τα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα
δέχονται τα τελευταία χρόνια
αρκετές κριτικές στη χώρα μας (Ζουνχιά,
1998, Παπαϊωάννου, Θεοδωράκης, Γούδας,
1999). Η κριτική επικεντρώνεται στα
παρακάτω σημεία:
Απουσία συγκεκριμένης
κατεύθυνσης και προσανατολισμού.
Γενικός σκοπός αόριστα
διατυπωμένος - πολλοί επιμέρους
σκοποί χωρίς συγκεκριμένη
ιεράρχηση.
Η επίτευξη των στόχων
θεωρείται συνεπαγόμενη της
διδασκαλίας αθλητικών δεξιοτήτων
χωρίς όμως να υπάρχει συγκεκριμένη
μεθοδολογία, σχεδιασμός, κατάλληλη
επιλογή δραστηριοτήτων και έλεγχος
για την επίτευξη τους.
Δεν έχουν καθοριστεί με
σαφήνεια τα αποτελέσματα που
περιμένουμε από την εφαρμογή των
αναλυτικών προγραμμάτων. Σε τι
δηλαδή θα βελτιωθούν οι μαθητές.
Έλλειψη μεθόδων αξιολόγησης
και κατά συνέπεια αδυναμία
διαπίστωσης της
αποτελεσματικότητας των αναλυτικών
προγραμμάτων.
Θεωρία και τύποι αναλυτικών
προγραμμάτων
Τα βασικά συστατικά στοιχεία ενός
αναλυτικού προγράμματος είναι (Χαραλαμπόπουλος,
1994):
1. Σκοποί.
2. Περιεχόμενα (διδακτέα ύλη).
3. Μεθοδολογία.
4. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.
Αντίστοιχα ο Kelly (1988) προτείνει την
ακόλουθη διαδικασία στη σύνταξη των
αναλυτικών προγραμμάτων: Ανάπτυξη
μιας φιλοσοφίας,
καθορισμός των σκοπών,
επιμέρους στόχοι κάθε βαθμίδας,
περιεχόμενα, βασικοί
στόχοι κάθε σκοπού,
εφαρμογή, αξιολόγηση.
Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν
διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς
την προτεραιότητα που πρέπει να
δοθεί σε καθένα απ' αυτούς τους
τομείς. Η πολυμορφία στον
προσανατολισμό των αναλυτικών
προγραμμάτων που κατά καιρούς έχουν
εφαρμοστεί στη σχολική φυσική αγωγή
παρουσιάζεται σε μια ανασκόπηση της
διεθνούς βιβλιογραφίας (Melograno, 1997)
στην οποία αναφέρονται οι παρακάτω
τύποι αναλυτικών προγραμμάτων:
Κινητική εκπαίδευση (ανάπτυξη
βασικών κινητικών ικανοτήτων,
κατανόηση των κινήσεων του σώματος
στο χώρο και στο χρόνο).
Άσκηση για φυσική κατάσταση
και υγεία.
Αναπτυξιακή εκπαίδευση (ανάπτυξη
βασικών δεξιοτήτων διάφορων
αθλημάτων).
Εκπαίδευση βασισμένη στις
δραστηριότητες από διάφορα σπορ και
αθλητικά παιχνίδια.
Ανάπτυξη των προσωπικών και
κοινωνικών ικανοτήτων.
Εκπαίδευση στα σπορ (ομαδικά
αθλήματα στην επίσημη οργανωμένη
τους μορφή).
Εκπαίδευση με προκλητικές και
περιπετειώδεις δραστηριότητες, έξω
(π.χ. κάμπινγκ), αλλά και μέσα στο
σχολείο (π.χ. διαδρομές εμποδίων).
Εκπαίδευση βασισμένη στις
θεωρητικές γνώσεις για τα αθλήματα
και τις αθλητικές δραστηριότητες.
Εκπαίδευση προσανατολισμένη
στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες
των μαθητών.
Τα μοντέλα αυτά παρέχουν το πλαίσιο
για τον σκοπό, την επιλογή και τη
διαδοχή των εμπειριών μάθησης με
βάση μια διαφορετική αντίληψη και
φιλοσοφία για το ρόλο και το σκοπό
της φυσικής αγωγής.
Μια διαφορετική προσέγγιση του
θέματος είναι ο καθορισμός των
αποτελεσμάτων που αναμένουμε μετά
την εφαρμογή ενός προγράμματος
φυσικής αγωγής. Τέτοια προσέγγιση
αποτελούν τα χαρακτηριστικά εκείνα
που σύμφωνα με τον Αμερικανικό
Οργανισμό για τα Σπορ και τη Φυσική
Αγωγή (N.A.S.P.E., 1995) πρέπει να
παρουσιάζει ένα άτομο εκπαιδευμένο
στη φυσική αγωγή. Δηλαδή να:
Έχει αποκτήσει τις απαραίτητες
δεξιότητες για να εκτελέσει μια
ποικιλία φυσικών δραστηριοτήτων.
Συμμετέχει συστηματικά σε
φυσικές δραστηριότητες.
Έχει καλή φυσική κατάσταση.
Γνωρίζει τις θετικές συνέπειες
και τα οφέλη της συμμετοχής του σε
φυσικές δραστηριότητες.
Αναγνωρίζει την αξία της
φυσικής δραστηριότητας και τη
συνεισφορά της σ΄ έναν υγιεινό
τρόπο ζωής.
Σύγχρονες τάσεις στα αναλυτικά
προγράμματα φυσικής αγωγής. Ο
σκοπός της δια βίου άσκησης
Οι σύγχρονες απόψεις (Graham, 1997, C.D.C.,
1997, Παπαϊωάννου, Θεοδωράκης, Γούδας,
1999) συγκλίνουν στο ότι αποστολή της
σχολικής φυσικής αγωγής είναι,
εκτός από την τρέχουσα παιδαγωγική
παρέμβαση στη γνωστική,
συναισθηματική και ψυχικοκινητική
ανάπτυξη των μαθητών, να συμβάλλει
στη διαμόρφωση θετικών στάσεων
απέναντι στην άσκηση και στην
γενικότερη νοούμενη φυσική
δραστηριότητα, ώστε οι μαθητές να
συνεχίσουν να αθλούνται ως ενήλικες
με σκοπό την προαγωγή της υγείας.
Και αυτό γιατί η προσφορά της
άσκησης σε ποικίλα προβλήματα
υγείας του σύγχρονου ανθρώπου είναι
σήμερα ευρέως αναγνωρισμένη και
επιστημονικά τεκμηριωμένη.
Συνοπτικά αναφέρουμε ότι η
συστηματική φυσική δραστηριότητα
(Graham, 1997, C.D.C., 1997):
• μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης
χρόνιων ασθενειών που προκαλούν
τους περισσότερους θανάτους (καρδιαγγειακές
παθήσεις, υπέρταση, μη
ινσουλινοεξαρτόμενο διαβήτη,
διάφορες μορφές καρκίνου)
• βοηθά στη μείωση του στρες και του
άγχους, προάγοντας την ψυχολογική
υγεία
• βοηθά στον έλεγχο του βάρους
• βοηθά στην ανάπτυξη και διατήρηση
υγιών οστών, μυών και αρθρώσεων
• μειώνει τις πιθανότητες χρήσης
αλκοόλ, καπνού και ναρκωτικών
• και τέλος, προάγει την ποιότητα
ζωής και πιθανά συμβάλει στην
μακροζωία.
Η σύγχρονη σχολική φυσική αγωγή
πρέπει να προβάλει τα οφέλη αυτά
ώστε να διαμορφώσει την πεποίθηση
τόσο στους μαθητές όσο και στην
υπόλοιπη κοινωνία ότι η συστηματική
άσκηση είναι βασικός παράγοντας
διατήρησης και ενίσχυσης της υγείας.
Αναλαμβάνοντας τον ρόλο της
ενίσχυσης και προαγωγής της υγείας
των μαθητών, αλλά και των ενηλίκων
μέσω της δια βίου άσκησης, η φυσική
αγωγή θα ενισχύσει τον ρόλο και τη
θέση της στα πλαίσια του
εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Η διαδικασία αυτή πρέπει να
ξεκινήσει από την παιδική ηλικία η
οποία είναι περίοδος κρίσιμη για
την υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών (π.χ.
διατροφή, άσκηση). Ένα ποιοτικό
μάθημα φυσικής αγωγής μπορεί να
συμβάλει θετικά, ήδη από το δημοτικό
σχολείο, προς αυτή την κατεύθυνση
μέσα από την εκπαίδευση στην κίνηση
και υγεία, τη βίωση θετικών
εμπειριών και την απόκτηση γνώσεων
για τη βελτίωση της φυσικής
κατάστασης. Αυτό είναι απαραίτητο
ιδιαίτερα σήμερα που τα παιδιά
είναι υπέρβαρα και υιοθετούν έναν
καθιστικό τρόπο ζωής (τηλεόραση,
ηλεκτρονικά παιχνίδια) (Gabbard, 2000).
Για την επίτευξη του στόχου της δια
βίου άσκησης μέσω της σχολικής
φυσικής αγωγής υπάρχουν διάφορες
προσεγγίσεις και θεωρητικά σχήματα.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε για
λογαριασμό του President’s Council on Physical
Fitness and Sports (Graham, 1997), οι λόγοι για τους
οποίους οι ενήλικοι συνεχίζουν να
ασχολούνται με φυσικές
δραστηριότητες, και επομένως
βασικοί στόχοι ενός αναλυτικού
προγράμματος που στοχεύει στη δια
βίου άσκηση, είναι:
• Απολαμβάνουν τη φυσική
δραστηριότητα.
• Έχουν θετική στάση απέναντι στην
άσκηση.
• Είναι ενήμεροι για τα οφέλη της
άσκησης.
• Έχουν συμμετάσχει σε φυσικές
δραστηριότητες στο παρελθόν (και
έχουν βιώσει την επιτυχία).
Ο Corbin (1994), υποστηρίζοντας την
προώθηση της ιδέας για άσκηση δια
βίου μέσω της σχολικής φυσικής
αγωγής, προτείνει τα ακόλουθα
στάδια για την επίτευξη του στόχου
αυτού:
Τακτική άσκηση (προσωπικές
συνήθειες άσκησης, εκμάθηση του
σωστού τρόπου άσκησης, απόλαυση της
άσκησης)
Επίτευξη φυσικής κατάστασης
για υγεία (επίτευξη των κριτηρίων
φυσικής κατάστασης, ρεαλιστικοί και
προσωπικοί στόχοι)
Προσωπική επιλογή
δραστηριότητας (προσωπική επιλογή
και αξιολόγηση προγραμμάτων
άσκησης)
Αυτοαξιολόγηση (έλεγχος της
φυσικής κατάστασης, μετάφραση αυτών
των αποτελεσμάτων)
Επίλυση προβλημάτων,
διαδικασία λήψης αποφάσεων (σχεδιασμός
και εφαρμογή προγραμμάτων άσκησης,
ενημέρωση σε θέματα άσκησης).
Ξεκινώντας από την εξάρτηση του
πρώτου σταδίου και περνώντας από τα
υπόλοιπα στάδια, οι μαθητές φθάνουν
τελικά στο τελευταίο και ανώτερο
στάδιο της ανεξαρτησίας από τον
καθηγητή, όπου μπορούν πλέον από
μόνοι τους να σχεδιάζουν και να
εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα άσκησης
υλοποιώντας έτσι τον στόχο της δια
βίου άσκησης.
Ο Whitehead (1994) προσεγγίζοντας το θέμα
της προώθησης της δια βίου άσκησης
μέσα από τη θεωρεία της εσωτερικής
παρακίνησης, προτείνει τα ακόλουθα:
• Βοήθησε τους μαθητές να νιώσουν
ικανοί και να πετύχουν στις φυσικές
δραστηριότητες.
• Προώθησε αντιλήψεις επιλογής και
προγραμματισμού δραστηριοτήτων από
τους μαθητές.
• Δώσε πληροφορίες αντί να ελέγχεις
τους μαθητές όταν παρέχεις
ανατροφοδότηση.
• Ενημέρωσε τους μαθητές για τα
οφέλη της συμμετοχή τους σε φυσικές
δραστηριότητες, ώστε να τις
θεωρήσουν σημαντικές για την
προσωπική τους υγεία και ευημερία
και να ασχοληθούν μ’ αυτές δια βίου.
• Ενίσχυσε το ενδιαφέρον, τη χαρά
και τον ενθουσιασμό των μαθητών για
τις φυσικές δραστηριότητες.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω και
συνδυάζοντάς τα με άλλες σχετικές
βιβλιογραφικές αναφορές (Pangrazi, 1994,
Pate, Hohn, 1994) μπορούμε να συμπεράνουμε
ότι ένα αναλυτικό πρόγραμμα φυσικής
αγωγής που στοχεύει στη δια βίου
άσκηση πρέπει να δίνει τη
δυνατότητα στους μαθητές να
αποκτήσουν δεξιότητες, να
αναπτύξουν τις φυσικές τους
ικανότητες και να τους προσφέρει
γνώσεις απαραίτητες για την
ενασχόλησή τους με την άσκηση.
Παράλληλα το μάθημα πρέπει να
διεξάγεται μέσα σ’ ένα ευχάριστο
περιβάλλον με τους μαθητές να
αποκομίζουν θετικές εμπειρίες από
την επαφή τους με τη φυσική αγωγή
προκειμένου να διαμορφώσουν
θετικές στάσεις για τις φυσικές
δραστηριότητες έτσι ώστε να
ασχολούνται μ’ αυτές δια βίου.
Συμπεράσματα. Προτάσεις
Η αναβάθμιση του μαθήματος της
σχολικής φυσικής αγωγής, εκτός των
άλλων, απαιτεί και ένα σύγχρονο,
αξιόπιστο και επιστημονικά
τεκμηριωμένο αναλυτικό πρόγραμμα.
Τα παρακάτω συμπεράσματα –
προτάσεις μπορούν να αποτελέσουν τη
βάση ανάπτυξης ενός τέτοιου
προγράμματος:
Ύπαρξη ενός κυρίαρχου σκοπού
που θα προσδώσει σαφή και ξεκάθαρο
προσανατολισμό στη σχολική φυσική
αγωγή. Όπως προαναφέραμε, ο στόχος
της δια βίου άσκησης για την
προαγωγή της υγείας είναι σήμερα
καθολικά αποδεκτός ως βασικός
προσανατολισμός της σχολικής
φυσικής αγωγής. Ο σκοπός αυτός
ικανοποιεί τα χαρακτηριστικά που
πρέπει να έχει ο βασικός σκοπός των
αναλυτικών προγραμμάτων (Pate, Hohn, 1994).
Δηλαδή να είναι:
• ρεαλιστικός, άρα επιτεύξιμος
• κατανοητός για να τύχει ευρύτερης
αποδοχής
• αποδεκτός από τους καθηγητές
φυσικής αγωγής
• να θεωρείται σημαντικός από την
κοινωνία.
Ύπαρξη επιμέρους στόχων για
κάθε τάξη και βαθμίδα. Οι επιμέρους
σκοποί ιεραρχικά δομημένοι σε σχέση
με τις ανάγκες της κάθε
αναπτυξιακής βαθμίδας, καλύπτουν
την γνωστική, συναισθηματική και
ψυχοκινητική ανάπτυξη των μαθητών,
προάγοντας τον κυρίαρχο σκοπό.
Επιλογή δραστηριοτήτων και
μεθόδων που δίνουν έμφαση στην
απόκτηση γνώσεων, κινητικών
ικανοτήτων και δεξιοτήτων και στην
ανάπτυξη θετικών στάσεων για την
άσκηση, μέσα σ’ ένα περιβάλλον
ευχάριστο που βοηθά στην υιοθέτηση
και διατήρηση ενός φυσικά
δραστήριου και υγιεινού τρόπου ζωής.
Καθιέρωση μεθόδων αξιολόγησης
ώστε να εξετάζεται η
αποτελεσματικότητα και η
αποδοτικότητα των αναλυτικών
προγραμμάτων αλλά και μέθοδοι
αξιολόγησης των μαθητών οι οποίες
θα λειτουργούν ανατροφοδοτικά γι’
αυτούς και την απόδοσή τους (C.D.C., 1997).
Προσαρμογή και ευελιξία των
προγραμμάτων στις ιδιαιτερότητες
κάθε σχολείου και κάθε τάξης καθώς
οι παράγοντες που επηρεάζουν την
εφαρμογή τους σε επίπεδο σχολείου
είναι πολλοί (υπάρχουσες
εγκαταστάσεις, διαθέσιμα όργανα,
αριθμός μαθητών ανά τάξη, επίπεδο
των μαθητών, καιρικές συνθήκες,
γεωγραφική περιοχή, τοπικές
παραδόσεις) (Gallahue, 1996).
Διδασκαλία του μαθήματος σε
όλες τις βαθμίδες και τάξεις της
εκπαίδευσης από καθηγητές φυσικής
αγωγής, σωστά εκπαιδευμένους και
καταρτισμένους πάνω στις σύγχρονες
εξελίξεις της αθλητικής επιστήμης
(C.D.C., 1997, Gabbard, 2000). Έτσι, το αναλυτικό
πρόγραμμα θα προσαρμόζεται από τους
καθηγητές στις συνθήκες του κάθε
σχολείου, με βάση τις αρχές της
αθλητικής επιστήμης και σε συμφωνία
με τον κυρίαρχο προσανατολισμό του
μαθήματος.
Αύξηση των ωρών διδασκαλίας με
ιδανικό στόχο την καθημερινή φυσική
αγωγή (C.D.C., 1997) και ελάχιστο όριο τις
τρεις ώρες την εβδομάδα. Η αύξηση
αυτή δεν θα επηρεάσει αρνητικά την
ακαδημαϊκή επίδοση. Αντίθετα, σε
ορισμένες περιπτώσεις όταν
διδάσκονται στο μάθημα της φυσικής
αγωγής θεωρητικές γνώσεις (κυκλοφορικό
σύστημα, υγιεινοί τρόποι ζωής),
έχουμε σημαντική θετική επίδραση
στην ακαδημαϊκή επίδοση (Sallis et al. 1999,
Gabbard, 2000). Πρόσφατη, μάλιστα, έρευνα
(C.D.E., 2002) έδειξε υψηλή συσχέτιση
ανάμεσα στην ακαδημαϊκά επιτυχία
και στους δείκτες φυσικής
κατάστασης που συνδέονται με την
υγεία.
Προώθηση της ιδέας της
συμμετοχής σε φυσικές
δραστηριότητες με στόχο την
προσωπική βελτίωση και υγεία και
όχι την επίτευξη αθλητικής επίδοσης.
Ανάπτυξη, δηλαδή των παραγόντων της
φυσικής κατάστασης που συνδέονται
με την υγεία (καρδιοαναπνευστική
αντοχή, μυϊκή δύναμη, μυϊκή αντοχή,
ευλυγισία, σύνθεση σώματος) (Pangrazi,
1999, Thomas, Lee, Thomas, 2000).
Τέλος, συνεργασία θεωρητικών
και καθηγητών φυσικής αγωγής
προκειμένου να συνδεθεί η θεωρεία
των αναλυτικών προγραμμάτων και να
ανατροφοδοτείται από την πράξη.
Βιβλιογραφία
California Department of Education (C.D.E.), (2002). Academic
achievement
and physical fitness. (On-line). Available:
www.pesoftware.com/calif.html
Centers of Disease Control and Prevention (C.D.C.), (1997).
Guidelines for
school and community programs to promote lifelong physical
activity among
young people. (On-line). Available:
www.cdc.gov/mmwr/previw/mmwrhtm/
00046823.htm
Corbin, C. (1994). The fitness curriculum. Climbing the stairway
to lifetime
fitness. In Pate, R., Hohn, R. (Eds.) Health and fitness through
physical
education. Champaign IL: Human kinetics.
Ζουνχιά, Κ. (1997). Η φυσική αγωγή στη
δημοτικό σχολείο. Προς τη «δια βίου»
άσκηση. Αθήνα: αυτοέκδοση.
Gabbard, C. (2000). Physical education: Should it be in the core
curriculum?
(On-line). Available: www.naesp.org/comm/p0100c.htm
Gallahue, D. (1996). Developmental physical education for
today’s children.
3ed ed. Madison: Brown & Benchmark.
Graham, G. (1997). The importance of physical education in a
school
curriculum: Recent insights. (On-line). Available:
www.pecentral.org/
professional/defending/georgespeech.htm
Jewett, A., Bain, L., Ennis, C. (1995). The curriculum process in
physical
education. Madison: Brown & Benchmark.
Kelly, L. (1988). Curriculum design model: a university-public
school co-
operative model for designing a district-wide elementary physical
education
curriculum. JOPERD, v. 59(6), p. 26-32.
Melograno, V. (1996). Designing the physical education curriculum.
Champaign IL: Human kinetics.
National Association of Sport and Physical Education (N.A.S.P.E.),
(1995).
Moving into the future: National standards for physical education.
A guide to
content and assessment. St. Luis: Mosby.
Ομάδα Συγγραφέων, (1992). Η φυσική
αγωγή στο γυμνάσιο και στο λύκειο.
(Επιμ. Μουντάκης, Κ.). Θεσσαλονίκη:
Salto.
Pangrazi, R.P. (1994). Teaching fitness in physical education. In
Pate, R., Hohn,
R. (Eds.) Health and fitness through physical education. Champaign
IL:
Human kinetics.
Pangrazi, R.P. (1999). Διδασκαλία της φυσικής
αγωγής στην πρωτοβάθμια
Εκπαίδευση. (επιμ. Κιουμουρτζόγλου,
Ε.). Θεσσαλονίκη: University
Studio Press.
Παπαϊωάνου, Α., Θεοδωράκης, Γ., Γούδας,
Μ. (1999). Για μια καλύτερη
διδασκαλία της φυσικής αγωγής.
Θεσσαλονίκη: Salto.
Pate, R., Hohn, R. (1994). Health and fitness through physical
education.
Champaign IL: Human kinetics.
Sallis, J.F. et al (1999). Effects of health-related physical
education on
academic achievement: project SPARK. Research Quarterly for
Exercise and
Sport, v.70(2), p.127-134.
Thomas, K., Lee, A., Thomas, J. (2000). Physical education for
children. Daily lesson plans for elementary school. 2nd ed.
Champaign IL: Human kinetics.
ΥΠ.Ε.Π.Θ., (1997). Η φυσική αγωγή στη
δημοτικό σχολείο. Βιβλίο για τoν
διδάσκοντα. Αθήνα: Ο.Ε.Δ.Β.
Whitehead, J. (1994). Enhancing fitness and activity motivation in
children. In
Pate, R., Hohn, R. (Eds.) Health and fitness through physical
education.
Champaign IL: Human kinetics.
Wuest, D., Lombardo, B. (1994). Curriculum and instruction. St
Louis: Mosdy.
Χαραλαμπόπουλος, Β. (1994). Οργάνωση
της διδασκαλίας και της μάθησης
γενικά. Αθήνα: Gutenberg.
Πηγή: School-PE
http://users.kor.sch.gr/sakan/ergasia_2.htm
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
|